ξυλοστάτης

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ο
ξύλινη δοκός που χρησιμοποιείται για υποστήριξη διαφόρων κατασκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -στάτης (< ἵστημι, πρβλ. -στα-μεν, στά-σις), πρβλ. λυχνοστάτης].