σκαμβόπους
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβόπους: ουν, ὁ ἔχων σκαμβούς, στραβοὺς πόδας, Θ. Λάσκαρ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 73 r0.
Greek Monolingual
-ουν, ΜΑ
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].