παρατηρητήριο

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το
1. θέση που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση παρατηρήσεων
2. στρ. φυσική θέση πάνω σε ύψωμα του εδάφους, ή ειδικά κατασκευασμένη, από την οποία είναι δυνατή η κατόπτευση τών κινήσεων του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. διαβα-τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Γ. Χρ. Βάφα].