πολυαλφής
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ές, (ἀλφάνω) fetching a high price, Nonn.D.37.715.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ-αλφής)].