πολυκάνδηλο

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν
πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ' στο ναό της Φύσης», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κανδήλι(ον) / καντήλι (πρβλ. νυχτο-κάντηλο)].