σκυρθαλίας

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek (Liddell-Scott)

σκυρθαλίας: σκυρθάλιος, σκυρθάνιος, ἴδε κυρσάνιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυρθάλια· Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι, Διονύσιος δὲ τοὺς μείρακας», καὶ «σκυρθάλιος· νεανίσκος».

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυρθάλιος «νεανίσκος» + επίθημα -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].