στεμφυλόπνευμα

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό-πνευμα)].