στεμφυλόπνευμα
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό-πνευμα)].