σκυρόστρωση

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό-στρωση)].