στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, -ατος, το, Ν
συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό-στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].