ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο
η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. απολυ-τήριος)].