σφιγκτήρας

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

ο / σφιγκτήρ, -ῆρος, NA
σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο του σώματος («σφιγκτήρας του πυλωρού»)
αρχ.
1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «σφιγκτήρ
χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. ἐλεγκ-τήρ)].