σχίσιμο

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

και σκίσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή
2. πρόκληση τραύματος ή πληγής
3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην φαίνεται το σχίσιμο στο παντελόνι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκισα του σκίζω/σχίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].