γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η, Ν(ως προσωνυμία της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με φαρμάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ-ούσα)].