γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι2. σχίσμα, κομμάτι3. στον πληθ. τὰ τρύχητα κουρέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ-ος)].