ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι2. σχίσμα, κομμάτι3. στον πληθ. τὰ τρύχητα κουρέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφος)].