χορτόπλινθος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, = χορτόβωλος, eine Rasenscholle, Sp.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν
πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό-πλινθος)].