νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
ημικρό δωμάτιο, καμαρούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμερα + υποκορ. κατάλ. -πούλα (πρβλ. ψαρο-πούλα)].