καμεροπούλα

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η
μικρό δωμάτιο, καμαρούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμερα + υποκορ. κατάλ. -πούλα (πρβλ. ψαροπούλα)].