μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
ἑορταῖος, -α, -ον (Α)εόρτιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ-ή + επίθημα -αίος (πρβλ. τελευτ-αίος)].