μεταλλευτήρ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 149] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὀδούς, Paul. Sil. Ecphr. 204.
Greek Monolingual
μεταλλευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μεταλλευτής, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. μεταλλακ-τήρ)].
[Seite 149] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὀδούς, Paul. Sil. Ecphr. 204.
μεταλλευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μεταλλευτής, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. μεταλλακ-τήρ)].