χώσιμο
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο»)
2. επικάλυψη με χώμα
3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα
4. ενταφιασμός, θάψιμο
5. (ιδιωμ.) συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ- του αορ. έχωσα του χώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].