χώσιμο

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο»)
2. επικάλυψη με χώμα
3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα
4. ενταφιασμός, θάψιμο
5. (ιδιωμ.) συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ- του αορ. έχωσα του χώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].