θάψιμο

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source

Greek Monolingual

το
θάβω
1. ταφή, ενταφιασμός
2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση.