γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-α, -ο, Ν1. αποτελούμενος από χώμα2. πήλινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].