ἱανογλέφαρος

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱᾰνογλέφᾰρος Medium diacritics: ἱανογλέφαρος Low diacritics: ιανογλέφαρος Capitals: ΙΑΝΟΓΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: hianoglépharos Transliteration B: hianoglepharos Transliteration C: ianoglefaros Beta Code: i(anogle/faros

English (LSJ)

[ῐ], ον,= μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:

Greek Monolingual

ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανο-βλέφαρος)].