γλυκύτητα
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα)
1. γλυκιά γεύση, γλύκα
2. απόλαυση, ευχαρίστηση
3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά
μσν.- νεοελλ.
1. ερωτική ηδονή
2. ευτυχία
3. ευχάριστο, μελωδικό άκουσμα
νεοελλ.
(για τοπίο) ηρεμία, γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκύτης < γλυκύς και ο τ. γλυκότης < γλυκός ή γλύκα].