πολιόσφυρος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υπόλευκα σφυρά, ασπριδερούς αστραγάλους («ὃς ἵπποισι... ἐμίγνυτο πολιοσφύροις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό-σφυρος)].