πανίσχυρος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνίσχῡρος Medium diacritics: πανίσχυρος Low diacritics: πανίσχυρος Capitals: ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΣ
Transliteration A: paníschyros Transliteration B: panischyros Transliteration C: panischyros Beta Code: pani/sxuros

English (LSJ)

ον, very strong or firm, Sch.A.Th.255.

German (Pape)

[Seite 460] ganz stark, fest, Schol. Aesch. Spt. 261.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνίσχῠρος: -ον, ἰσχυρότατος, στερεώτατος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο / πανίσχυρος, -ον, ΝΜ
ισχυρότατος, παντοδύναμος, ιδίως από την άποψη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιρροής, ή αυτός που έχει τόση δύναμη ώστε να κατορθώνει και τα πιο δύσκολα πράγματα ή να αντέχει στις πιο δυσάρεστες δοκιμασίες.