πανίσχυρος
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ον, very strong or firm, Sch.A.Th.255.
German (Pape)
[Seite 460] ganz stark, fest, Schol. Aesch. Spt. 261.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνίσχῠρος: -ον, ἰσχυρότατος, στερεώτατος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 255.
Greek Monolingual
-η, -ο / πανίσχυρος, -ον, ΝΜ
ισχυρότατος, παντοδύναμος, ιδίως από την άποψη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιρροής, ή αυτός που έχει τόση δύναμη ώστε να κατορθώνει και τα πιο δύσκολα πράγματα ή να αντέχει στις πιο δυσάρεστες δοκιμασίες.