ἀκροκιόνιον
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
τό, (κίων) capital of a pillar, Ph.2.147.
Spanish (DGE)
-ου, τό capitel Ph.2.147.
German (Pape)
[Seite 83] τό, Spitze der Säule, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκιόνιον: τό, (κίων) τὸ κιονόκρανον, Φίλων, 2. 147.
Greek Monolingual
το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.