λευκόπρωκτος

From LSJ
Revision as of 21:38, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπρωκτος Medium diacritics: λευκόπρωκτος Low diacritics: λευκόπρωκτος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: leukóprōktos Transliteration B: leukoprōktos Transliteration C: lefkoproktos Beta Code: leuko/prwktos

English (LSJ)

ον, with white anus, white-bottomed, a play on the words εὐρύπρωκτος and λευκός ΙΙ.1c, conveying a notion of cowardice, Call.Com.11 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißem Hintern, Callias bei Schol. Ar. Av. 151, = λευκόπυγος, weibisch, feig.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπρωκτος: -ον, ἔχων λευκὸν πρωκτόν, παίγνιον ἐπὶ τῶν λέξεων εὐρύπρωκτος και λευκός ΙΙ, ἔνθα ὑπονοεῖται καὶ ἡ ἔννοια τῆς δειλίας, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 1.

Greek Monolingual

λευκόπρωκτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό πρωκτό
2. άνανδρος, δειλός.