μαρικᾶς

From LSJ
Revision as of 10:33, 7 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῐκᾶς Medium diacritics: μαρικᾶς Low diacritics: μαρικάς Capitals: ΜΑΡΙΚΑΣ
Transliteration A: marikâs Transliteration B: marikas Transliteration C: marikas Beta Code: marika=s

English (LSJ)

ὁ, a foreign word for homosexual (κίναιδος), Hsch.; under this name Eupolis attacked Hyperbolus, Ar.Nu.553.

Greek (Liddell-Scott)

μαρικᾶς: ὁ, ξενικὴ λέξις δηλοῦσα κίναιδον, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος ὁ Εὔπολις προβάλλει τὸν Ὑπέρβολον, Ἀριστοφ. Νεφ. 553, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 137· - κατά τινας ἡ λέξις σημαίνει: «ὑποκόρισμα παιδίου ἄρρενος βαρβαρικοῦ» Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μαρικᾱς, ὁ (Α)
ο κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνειο από το ιραν. maryaka-].