σκάλαυθρον

From LSJ
Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλαυθρον Medium diacritics: σκάλαυθρον Low diacritics: σκάλαυθρον Capitals: ΣΚΑΛΑΥΘΡΟΝ
Transliteration A: skálauthron Transliteration B: skalauthron Transliteration C: skalafthron Beta Code: ska/lauqron

English (LSJ)

τό, oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.

German (Pape)

s. σκάλευθρον.