ξυστρολήκυθος

From LSJ
Revision as of 05:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστρολήκῠθος Medium diacritics: ξυστρολήκυθος Low diacritics: ξυστρολήκυθος Capitals: ΞΥΣΤΡΟΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: xystrolḗkythos Transliteration B: xystrolēkythos Transliteration C: ksystrolikythos Beta Code: custrolh/kuqos

English (LSJ)

ὁ, slave who carried his master's ξυστρίς and λήκυθος to and from the bath, Hsch.

Greek Monolingual

ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»
2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο του κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος.