ἐπιδεύτερος
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ον, secondary, of minor rank, of a dramatist, Suid. s.v. Ἀριστομένης.
Greek Monolingual
ἐπιδεύτερος, -α, -ον (Μ)
δευτερεύων, δεύτερης κατηγορίας, όχι πρώτης ποιότητας.