γήχυτον
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
τό, (χέω) the soft mould or soil on the earth's surface, Gal.19.91.
Spanish (DGE)
-ου, τό tierra suelta, mantillo Hp. en Gal.19.91, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γήχῠτον: τό, (χέω) τὸ μαλακὸν, τὸ μὴ λιθῶδες ἔδαφος ἢ χῶμα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, Γαλην. Γλωσσ. Ἱππ. σ. 452.