ὑπεκκαλύπτω

Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

uncover from below or a little, AP7.480 (Pass., Leon.).

German (Pape)

[Seite 1185] von unten od. ein wenig aufdecken, Leon. Tar. 68 (VII, 480).

French (Bailly abrégé)

découvrir par-dessous ou un peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαλύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκαλύπτω: приоткрывать (снизу): ὑπεκκεκαλυμμένον ὀστεῦν Anth. полуобнаженные кости.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκᾰλύπτω: ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω» κάτωθεν ἢ ὀλίγον τι, Ἀνθ. Π. 7. 480.

Greek Monolingual

Α
(συν. το παθ.) ὑπεκκαλύπτομαι
αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι από κάτω ή λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαλύπτω «αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω»].

Greek Monotonic

ὑπεκκᾰλύπτω: μέλ. -ψω, ξεσκεπάζω από κάτω ή λίγο, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
to uncover below or a little, Anth.