ὑπεκκαλύπτω
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
uncover from below or uncover a little, AP7.480 (Pass., Leon.).
German (Pape)
[Seite 1185] von unten od. ein wenig aufdecken, Leon. Tar. 68 (VII, 480).
French (Bailly abrégé)
découvrir par-dessous ou un peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκκαλύπτω: приоткрывать (снизу): ὑπεκκεκαλυμμένον ὀστεῦν Anth. полуобнаженные кости.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκᾰλύπτω: ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω» κάτωθεν ἢ ὀλίγον τι, Ἀνθ. Π. 7. 480.
Greek Monolingual
Α
(συν. το παθ.) ὑπεκκαλύπτομαι
αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι από κάτω ή λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαλύπτω «αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω»].
Greek Monotonic
ὑπεκκᾰλύπτω: μέλ. -ψω, ξεσκεπάζω από κάτω ή λίγο, σε Ανθ.