χαλκικός
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
ή, όν, in copper coin, PFrankf.1.38,91 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1330] = χάλκεος, zw.
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
Full diacritics: χαλκικός | Medium diacritics: χαλκικός | Low diacritics: χαλκικός | Capitals: ΧΑΛΚΙΚΟΣ |
Transliteration A: chalkikós | Transliteration B: chalkikos | Transliteration C: chalkikos | Beta Code: xalkiko/s |
ή, όν, in copper coin, PFrankf.1.38,91 (iii B. C.).
[Seite 1330] = χάλκεος, zw.
-ή, -όν, Α χαλκός
ο αποτελούμενος από χάλκινο νόμισμα.