ἐλατρεύς
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
έως, ὁ, thrice-forged iron, Hsch.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
metalúrgico encargado de hacer la tercera fundición del hierro, Hsch.
German (Pape)
[Seite 790] ὁ, das Schmiede-, Streckeisen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλατρεύς: έως, ὁ, «ὁ τρίτην πύρωσιν ἔχων τοῦ σιδήρου παρὰ τοῖς μεταλλεῦσιν» Ἡσύχ.˙ ἴδε ἐλαύνω ΙΙΙ. 1.