παλινστρόβητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, whirled or twirled round, Lyc. 739.
German (Pape)
[Seite 450] zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινστρόβητος: -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.
Greek Monolingual
παλινστρόβητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»].