κισσώδης

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσώδης Medium diacritics: κισσώδης Low diacritics: κισσώδης Capitals: ΚΙΣΣΩΔΗΣ
Transliteration A: kissṓdēs Transliteration B: kissōdēs Transliteration C: kissodis Beta Code: kissw/dhs

English (LSJ)

ες, (κίσσα 11) longing like pregnant women, Dsc.5.6.14.

German (Pape)

[Seite 1443] ες, = κισσοειδής, epheuartig. – Von κίσσα, mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κισσώδης: -ες, (εἶδος, κίσσα ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.

Greek Monolingual

(I)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κίσσα (II)]
(ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.
(II)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κισσός
πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος.