σιδηρένδετος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ον, ironbanded, Edict.Diocl.15.50 (Megalop.).
Greek Monolingual
-ον, Μ
συνδεδεμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἔνδετος (< ἐνδέω «συνδέω»), πρβλ. ἀργυρένδετος].