λαπτυήρ

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπτυήρ Medium diacritics: λαπτυήρ Low diacritics: λαπτυήρ Capitals: ΛΑΠΤΥΗΡ
Transliteration A: laptyḗr Transliteration B: laptyēr Transliteration C: laptyir Beta Code: laptuh/r

English (LSJ)

σφοδρῶς πτύων, Hsch.

Greek Monolingual

λαπτυήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σφοδρῶς πτύων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο λα- + -πτυήρ (πιθ. < θ. πτυ- του πτύω + επίθημα -ήρ). Κατ' άλλους, η λ. είναι άλλος τ. του λαι-πύηρον].