κατευόδωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, good success, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, glücklicher Fortgang.
Greek (Liddell-Scott)
κατευόδωσις: -εως, ἡ, ἐπιτυχία, πρόοδος, Γλωσσ., κυρίως εὐτυχής, καλὴ ἔκβασις τῆς ἐπιχειρήσεως.
Full diacritics: κατευόδωσις | Medium diacritics: κατευόδωσις | Low diacritics: κατευόδωσις | Capitals: ΚΑΤΕΥΟΔΩΣΙΣ |
Transliteration A: kateuódōsis | Transliteration B: kateuodōsis | Transliteration C: katevodosis | Beta Code: kateuo/dwsis |
εως, ἡ, good success, Gloss.
[Seite 1398] ἡ, glücklicher Fortgang.
κατευόδωσις: -εως, ἡ, ἐπιτυχία, πρόοδος, Γλωσσ., κυρίως εὐτυχής, καλὴ ἔκβασις τῆς ἐπιχειρήσεως.