ἐρικτός
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ή, όν, v. ἐρεικτός.
German (Pape)
[Seite 1029] ή, όν, = ἐρεικτός, geschroten, bes. von der Gerste, τὰ ἐρικτά, Gerstenschrot u. daraus bereitetes Brot, Hippocr., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικτός: -ή, -όν, ἴδε ἐρεικτός.