κρεμασία
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
suspendium, Gloss.
Greek Monolingual
κρεμασία, ἡ (Α)
κρέμασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ε-κρέμασ-α, αόρ. του κρεμάννυμι) + κατάλ. -ία].