προέκκειμαι
English (LSJ)
A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usually II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ -κείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ -κείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ -κείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ -κείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned…, Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c. 2 τὰ -κείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.
German (Pape)
[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
Russian (Dvoretsky)
προέκκειμαι: лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.
Greek (Liddell-Scott)
προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].