χελύσσομαι
From LSJ
English (LSJ)
Ep. χελλύσσομαι, A expectorate, (χέλυς ΙΙ) Nic.Al. 81, Moer.p.102 P.:—Hsch. cites χελούειν, = βήσσειν (Lacon. or Boeot.). II Act. χελλύσσω, metaph. of a swimmer, spit out, i.e. the waves, Lyc.727, cf. Sch.ad.loc.
Greek (Liddell-Scott)
χελύσσομαι: Ἐπικ. χελλύσσομαι, ὡς τὸ χρέμπτομαι, βήττω, «βήχω», (ἴδε χέλυς ΙΙ), Νικ. Ἀλεξιφ. 81, ἴδε Μοῖριν 102· πρβλ. ἀναχελύσσομαι· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χελούειν = βήσσειν, ἴσως Λακων. ἢ Βοιωτ. τύπος. ΙΙ. Ὁ Λυκόφρ. 727 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. χελλύσσω, μεταφορ. ἐπὶ πλοίου, διασχίζω τὰ κύματα, ἴδε Σχόλ.