διδύμια

From LSJ
Revision as of 00:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδύμια Medium diacritics: διδύμια Low diacritics: διδύμια Capitals: ΔΙΔΥΜΙΑ
Transliteration A: didýmia Transliteration B: didymia Transliteration C: didymia Beta Code: didu/mia

English (LSJ)

[ῠ], τά, A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al. II Dim. of δίδυμος 111.2, Paul.Aeg.6.68. III διδυμίου ῥίζα, = ὄρχις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διδύμια: τά, «ἑκατέρωθεν τοῦ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῦ ἐγκεφάλου, γλουτία καλούμενα» Γαλην. 3. 678.

Greek Monolingual

και διδυμιά, η δίδυμος
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο του δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.