εὔκροτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A well-sounding, ἀνάπαιστα Alciphr.3.43. Adv. -τως Sopat. in Rh.8.14 W. II Adv. -τως, = εὐκροτήτως, applied to the elements in the body, Meno Iatr.19.27.
German (Pape)
[Seite 1076] wohltönend, ἀνάπαιστα Alciphr. 3, 43; κτύπος, laut schallend, Poll. 9, 127.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκροτος: -ον, καλῶς ἠχῶν, Ἀλκίφρων 3. 43: - Ἐπίρρ. -τως, Σώπατρος ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 14.
Greek Monolingual
εὔκροτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά.
επίρρ...
εὐκρότως (Α)
1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο
2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος.